-
1 προοδος
Iἥ1) движение вперед, продвижение Xen.2) жизненный путьεὐτελές τέν πρόοδον Luc. — обездоленный
3) выход4) место выхода(αἱ πρόοδοι καὴ αἱ εἴσοδοι Polyb.)
IIὅ передовой разведчик, дозорный Xen. -
2 πρόοδος
η1) прогресс, движение вперёд; развитие; процветание;κοινωνική πρόοδος — социальный прогресс;
2) прогрессирование;της νόσου — прогрессирование болезни;3) достижение, успех; успеваемость;4) мат. прогрессия; -
3 πρόοδος
[проодос] ουσ. Θ. прогресс, успех,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόοδος
-
4 πρόοδος
[проодос] ουσ θ прогресс, успех. -
5 αλματικός
-
6 ανιών
ούσα, όν в разн. знач восходящий;ανιών ήλιος — восходящее солнце;
ανιούσα τάξη — восходящий класс, класс, находящийся на подъёме;
ανιόντες (συγγενείς) родственники по восходящей линии;ανιούσα κλίμακα муз. — восходящая гамма;
ανιούσα πρόοδος (καμπύλη) мат. — восходящая прогрессия (кривая)
-
7 αριθμητικός
-
8 γεωμετρικός
η, ό[ν] геометрический;γεωμετρική πρόοδος — геометрическая прогрессия;
§ γεωμετρική τέχνη — искусство геометрического орнамента
-
9 φθίνω
См. также в других словарях:
πρόοδος — 1 going before masc/fem nom sg πρόοδος 2 going on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόοδος — (proodos) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
πρόοδος — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προοδεύω: Η πρόοδος των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας βοήθησαν πολύ το σύγχρονο άνθρωπο. 2. (μαθημ.), σειρά αριθμών που ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με την πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόοδον — πρόοδος 1 going before masc/fem acc sg πρόοδος 1 going before neut nom/voc/acc sg πρόοδος 2 going on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδοις — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat pl πρόοδος 2 going on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδου — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen sg πρόοδος 2 going on fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδους — πρόοδος 1 going before masc/fem acc pl πρόοδος 2 going on fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδων — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen pl πρόοδος 2 going on fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδῳ — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat sg πρόοδος 2 going on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοδοι — πρόοδος 1 going before masc/fem nom/voc pl πρόοδος 2 going on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)